< Ἀκυληΐα
Ἀκυλήσιοι >
Ἀκυλήιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἀκυλεήσιος
aquileyo
,
aquilesio
ét. y adj. de Aquilea
κόλπος
St.Byz.s.u.
Ἀκυληία
.