< ἀκταίωρος
ἀκτάομαι >
Ἀκταιώτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
fem.
Ἀκταιῶτις
acteota
, ét.
de Accio
St.Byz.s.u.
Ἄκτιον
.