Ἀκρωμίτης, -ου, ὁ


superior, superintendente τοὺς τῶν διατριβῶν προστάτας τοὺς λεγομένους Ἀκρωμίτας Olymp.Hist.28, ἀκρωμίται· οἱ μείζονες Hsch.