< ἀκροκονδύλιον
Ἀκροκόρινθος >
Ἀκροκορίνθιος
,
-α, -ον
del Acrocorinto
St.Byz.s.u.
Ἀκροκόρινθος
•
de heteras
Ἀκροκορινθία ἔοικας χοιροπωλήσειν
Plu.
Prou
.1.92.