< Ἀκουιτανικός
Ἀκουληία >
Ἀκουιτανός
,
-ή, -όν
aquitano
1
habitante de Aquitania, Str.4.2.1, cf. Ἀκυϊτανός.
2
ét. de Acutia, St.Byz.s.u.
Ἀκούτεια
.