< Ἀκκαβικὸν τεῖχος
†ἄκκαθεν· >
Ἀκκαβικοτειχίτης
,
-ου, ὁ
acabicotiquita
ét. de Muro acábico, St.Byz.s.u.
Ἀκκαβικὸν τεῖχος
.