< Ἁθμονῆσι
Ἁθμονίς >
Ἀθμονία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
Ἀθμω-
Sud.
Atmonia
otro n. del demo
Hátmona
,
Atmona
,
Hátmonon
Harp.
α
45, Sud.