< Ἀθάρραβις
ἀθαρσέω >
Ἀθαρραβίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀθαραμβίτης
Hecat.304
azarrabita
ét. de Azárrabis, Hecat.304, Hdn.Gr.2.469.