< Ἀζώριον
ἄζωρος· >
Ἀζωρίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀζωρεάτης
y
Ἀζωρεύς
azorita
,
azoreata, azoreo
ét. de Azoro, St.Byz.s.u.
Ἄζωρος
.