< ἀδρύμακτον·
Ἀδρύμης >
Ἀδρυμητινός
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἀδρυμήτιος
St.Byz.s.u.
Ἀδρύμης
;
Ἀδρυμήσιος
St.Byz.s.u.
Βέρης
;
Ἀδρυμησαῖος
St.Byz.s.u.
Τύνης
adrumetio, adrumesio, adrumeseo
ét. de Hadrumeto, D.S.20.17, St.Byz.ll.cc.