< Ἀδριάτης
Ἀδριηνοί >
Ἀδριατικός
,
-ή, -όν
del Adriático
ὄρνιθες
Chrysipp.
Stoic
.3.195,
Ἀ. θάλασσα
el mar Adriático
Plu.
Cam
.40.