< Ἀδρήνη
ἅδρησις >
Ἀδρηνίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἀδρηναῖος
y
Ἀδρηνεύς
St.Byz.s.u.
Ἀδράνη
adranita
,
adreneo
ét. de Adrena, St.Byz.s.u.
Ἀδράνη
.