Ἀδουλίτης, -ου
• Alolema(s): Ἀδουλικός Ptol.Geog.1.15.11, 4.7.2; Ἀδουλιτικός St.Byz.s.u. Ἄδουλις


adulita, adúlico ét. de Adulis, Ptol.Geog.1.15.11, 4.7.2, 10, Procop.Pers.1.19.22, St.Byz.l.c.