< Ἀδανεύς
Ἀδανίη >
Ἀδανηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
tb.
Ἀδανίτης
adaneno
ét. de Ἄδανα
2
y Ἄδανα
3
, St.Byz.s.u.
Ἄδανα
.