< ἀγέστρᾰτος
*Ἀγέτας >
Ἀγέστρᾰτος
,
ὁ
• Prosodia:
[ᾰ-]
Agéstrato
troyano
εἷλε δ' ἄρ' Ὠκύθοον καὶ Ἀγέστρατον ἠδ' Ἀγάνιππον
Q.S.3.230.