< ἀγορηνόμ-
Ἀγορήσιος >
Ἀγορησεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Ἀγορήσιος
agoreseo
,
agoresio
ét. de Agoreso, St.Byz.s.u.
Ἀγορησός
.