< Ἀγοραῖος
Ἀγοράκρῐτος >
Ἀγοραιοτειχίτης
,
-ου, ὁ
agoreotiquita
ét. de Agoreonticos, St.Byz.s.u.
Ἀγοραῖον τεῖχος
.