< Ἀγβάτανα
ἄγγαθα· >
Ἀγβατανηνός
• Alolema(s):
tb.
Ἀγβατανεύς
agbataneno
o
agbataneo
ét. de Ecbatana, St.Byz.s.u.
Ἀγβάτανα
.