< Ἀγάθυρνος
Ἀγάθυρσος >
Ἀγαθύρσιοι
,
-αι, -α
agatirsios
ét. de Agatirsos, Hdn.Gr.1.207, St.Byz.s.u.
Ἀγάθυρσοι
.