< Ἀγαθόκλεια
Ἀγαθοκλῆς >
Ἀγαθοκλεῖος
,
-α, -ον
de Agatocles
(cf. Ἀγαθοκλῆς
3
)
Ἀ. στρατιῶται
Polyaen.6.41.1.