< ἄβωλος
Ἀβώνου τεῖχος >
Ἀβωνοτειχίτης
,
-ου, ὁ
abonotiquita
ét. de la ciu. de Abonutico, Luc.
Alex
.1,
IG
2
2
.7882 (imper.), St.Byz.s.u.
Ἀβώνου τεῖχος
.