< ἀβραμίδιον
ἀβραμίς >
Ἀβράμιος
,
-ον
de Abraham
ψυχὴ δ' αὐτοῖο ... Ἀβραμίοις κόλποις ἀναπαύε[τ]ε (l. -αι)
MAMA
7.587 (Frigia, crist.).