< Ἄβοτις
ἄβοτος >
Ἀβοτίτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Ἀβοτιεύς
Hecat.313
abotita
o
abotieo
ét. de Abotis, Hecat.l.c., St.Byz.s.u.
Ἄβοτις
.