< Ἀβίλουνον
Ἀβίλυξ >
Ἀβιλυκός
,
-ή, -όν
abilico
, e.e.,
de Abila
ἄκρα
Scyl.
Per
.111, cf. Ἀβίλυξ, -υκος, ἡ.