< †ἀβαρλεῖται·
Ἀβαρνιάς >
Ἀβαρνεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Ἀβαρναῖος
abarneo
ét. de Abárnide, St.Byz.s.u.
Ἄβαρνος
y
Ἄορνος
.