< Ἀβάκαινα
Ἀβάκαινον >
Ἀβακαινῖνος
,
-η, -ον
abacenino
ét. de Abacena, D.S.19.110, St.Byz.s.u.
Ἀβάκαινον
,
χώρα
D.S.14.78.