< ἄβαγνα·
ἀβαδής >
Ἀβαδδων
indecl.
Abadón
n. hebr. del ángel exterminador
Ἑβραϊστὶ Ἀβαδδων καὶ ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων
Apoc
.9.11.