ἆσθμα, -ματος, τό
• Grafía: frec. edd. ἄσθ-
I
ἆ. καὶ ἰδρώςIl.15.241,
ἀργαλέῳ ἔχετ' ἄσθματιIl.15.10, 16.109,
ὑπ' ἄσθματος κενοίA.Pers.484,
ἄσθματι στρευγόμενοςTim.15.82,
ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαιPl.R.568d,
ἆ. τῶν [χίλ]ια δεδραμηκότων στάδιαPhld.Ir.8.38,
τὸ ἄ. γινόμενον συνεχὲς ἐκ τοῦ καμάτουD.C.Epit.9.1.14
•estertor de la muerte
ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχενPi.N.10.74.
2 medic. asma Hp.Aph.3.22.
II
σοῦ τὸ ἆ.Philostr.Ep.38,
τὸ ἄ. (αὐτῆς) ἡδύAristaenet.1.12.21,
οὐλοὸν ἆ.A.R.2.85,
ἰσχυρὸν ἆ.D.Chr.36.47,
ἆ. τεταγμένον καὶ μέτριονAst.Am.Hom.14.2.5
•de donde en plu. resuello
ἀρκτώοις ἄσθμασιAP 9.677 (Agath.)
•soplo
οἷον ὑπ' ἄσθματοςPlu.2.77a,
τὸ συνεκπίπτον ἆ.Plu.2.99b, fig.
ἐν ἄσθματι θυμ[οῦMeropis 3, de la inspiración poética
πνεῦσον ἐμοὶ τεὸν ἆ.Nonn.D.25.261, cf. Anon. hex. en POxy.3537re.5.
2 ráfaga
πυρόςAP 7.210 (Antip.),
φλογόςColluth.178,
κεραυνοῦNonn.D.1.2
•en plu. exhalaciones, vapores de un río
νοτεροῖς ἄσθμασινAP 9.244 (Apollonid.).
• Etimología: De *ἀν-σθμα prob. rel. c. ἄνεμος de una raíz *H2en-H2 ‘soplar’ y un suf. -σθμα c. una σ de oscura interpr.