ἅρπασμα, -ματος, τό
producto del robo, presa
καθάπερ εἰ κυσὶν λύκοι τῶν ἁρπασμάτων σμικρὰ ἀπονέμοιενPl.Lg.906d, cf. Men.Epit.1082, Plu.Cat.Ma.13, IG 12(7).123.4 (Amorgos).
καθάπερ εἰ κυσὶν λύκοι τῶν ἁρπασμάτων σμικρὰ ἀπονέμοιενPl.Lg.906d, cf. Men.Epit.1082, Plu.Cat.Ma.13, IG 12(7).123.4 (Amorgos).