< ἀδήλωτον·
ἀδημιούργητος >
ἅδημα
,
-ματος, τό
decreto
ἁδήματος ἀντίγραφον
IBerenike
3.2 (I a.C.), cf. Hsch.
• Etimología:
Cf.
2
ἅδος, Ϝαδά.