< †ἀγνείοτε·
ἁγνευτήριον >
ἅγνευμα
,
-ματος, τό
voto de castidad
,
pureza
ἅ. ἔχων τι θεῖον
E.
El
.256,
οἵαις ἔλυσας συμφοραῖς ἅγνευμα σόν
ref. a Casandra
, E.
Tr
.501.