< ἀψήφιστος
ἀψηφοφόρητος >
ἄψηφος
,
-ον
1
que no tiene piedra
δακτύλιοι ... ἄψηφοι
Artem.2.5
•
neutr. subst.
ausencia de piedra
Artem.l.c.
2
ἄψηφον· πολύ. μέγα. ἰσχυρόν
Hsch.