ἄψευστος, -ον
I
τὴν δὲ ἄψευστον καὶ ἀμιγῆ παρθένονPh.Fr.51, de oráculos y afines
θέσπισεν ἀψεύστων ... ἐκ τριπόδωνde Apolo, Didyma 83.6 (III/IV d.C.),
στόματαNonn.D.29.65,
θεοπροπίης ... ἀψεύστοιοOrph.L.715, cf. Orac.Sib.8.499.
2 inviolable
τὸν ἄψευστον ψευσάμενος νόμονPlu.Art.28.
3 que no se equivoca, certero
πένθοςAP 7.638 (Crin.).
II adv. sin mentir
χρημάτισόν μοι ... δεῖνα ... ἀψεύστωςPMag.7.248.