ἄχυμος, -ον
que no tiene sabor, insípido
οὐσίαArist.Metaph.989b10,
τὰ στοιχεῖα ... ἄχυμαArist.Sens.443a11,
τὸ ὕδωρThphr.CP 6.3.1,
οἱ δ' ὀπτώμενοι ἀχυμότεροι δυσέκκριτοί τεde pescados, Xenocr.20, de alimentos, Plu.2.912b.
οὐσίαArist.Metaph.989b10,
τὰ στοιχεῖα ... ἄχυμαArist.Sens.443a11,
τὸ ὕδωρThphr.CP 6.3.1,
οἱ δ' ὀπτώμενοι ἀχυμότεροι δυσέκκριτοί τεde pescados, Xenocr.20, de alimentos, Plu.2.912b.