ἄχροος, -ον
• Alolema(s): contr. ἄχρους, -ουν Arist.de An.418b27
I
ἔστι δὲ χρώματος μὲν δεκτικὸν τὸ ἄχρουνlo que recibe el color es incoloro Arist.l.c.,
τὸ σκότος ... ἄχροον καὶ ἄμορφονOcell.21,
ἰχὼρ ... ἄχροοςNic.Th.236, cf. 369, de la materia, Plot.2.4.12,
ἄ. αἰδώςun pudor sin sonrojo, AP 9.139.
2 pálido, de mal color medic., como síntoma de enfermedad
τὸ ἕλκος ἄχροον γίνεταιHp.VC 19, cf. Aër.6,
γλῶσσα ἄ.lengua descolorida Hp.Epid.5.80,
σώματα ... ἀχροώτεραHp.Vid.2.63,
ἀχρούστεραιmas pálidas de mujeres, Arist.HA 584a14, op.
εὔχρουςHp.Prorrh.2.4, cf. Arist.Pr.966b35, Thphr.HP 6.6.6,
τὰ δένδρα ... ἀχρούστεραárboles menos coloreados Thphr.HP 3.11.5
•
ἄχροοι· πυρραὶ ἡμίονοιHsch.
II adv. -ως sin color
οὔρησις καὶ κοιλίη, μητρίως ἀχρόωςHp.Epid.4.23.
• DMic.: a-ko-ro-we (?).