ἄχραντος, -ον
• Alolema(s): poét. ἀχράαντος Call.Ap.111
I
ἔκπωμα ... ἄχραντον πυρίIo Trag.1,
ἄ. δέπαςTheoc.1.60.
2 no manchado, puro, sagrado en sent. físico y moral unidos, de fuentes y aguas sagradas
καθαρή τε καὶ ἀχράαντος ... πίδακος ἐξ ἱερῆς ... λιβάςCall.l.c.,
ἄ. Ἀρεθούσιον ὕδωρAP 9.362 (Leon.),
Στυγὸς ἀχράντῳ ... ῥεύματιAel.NA 10.40, de cosas y pers. sagradas
πέπλοιde Diana, Nic.Th.16,
βωμόςSEG 24.954.2 (Nicópolis IV d.C.),
σταυρόςde Cristo, Chrys.M.62.747, cf. Clem.Al.Paed.1.2.4, de mujeres
ἄχραντον αἷμα καλλιπαρθένου δέρεςE.IA 1574,
μίτρη ἄ.cinturón virginal A.R.4.1025, cf. Mosch.2.73,
κόρη ἄ.virgen Ach.Tat.8.17.4, cf. ITyr.204
•de un muerto
εὕδ[ει νῦν] ... ἄχραντο[ςIHadrian.102.7 (IV d.C.)
•de pers., gener.
ἄχραντοι ... ὑπὲρ χιόναSm.La.4.7,
τῆς ἀχράντου καὶ καθολικῆς ἐκκλησίαςPall.H.Laus.proem.1,
ἀχράντῳ στρατιᾷ τῶν ἱερῶν ἀγγέλωνLyd.Mag.3.74
•c. gen. no manchado, no contaminado
τὸν ἄνθρωπον ἄχραντον ἡδονῶνM.Ant.3.4, de peces
αἵματος ἄχραντοιOpp.H.2.648, de caballos
ἄχραντοι μυσέωνOpp.C.1.238,
ἀχράντῳ μὲν ἐμψύχου βρώσεως γαστρίPhilostr.VA 6.11.
2 fig. puro, intacto
τεκμήριον καθαρὸν καὶ ἄ.testimonio verídico e impecable Pl.Alc.1.114a,
τοῦ κάλλους ἄχραντα ἰδέαLuc.Dem.Enc.13,
ἄχραντος ἡ τῆς φύσεως νομοθεσίαLuc.Am.22,
ἄ. δικαστήριονtribunal íntegro, incorrupto, POxy.59.10 (III d.C.), PCair.Isidor.66.22 (III d.C.),
ψυχήAristid.Quint.86.29, cf. Clem.Al.Strom.7.7.49,
θεσμὰ γάμων ἄχρανταleyes sacras del matrimonio Nonn.D.42.509,
τὸ θεῖον ... καθ' αὑτὸ ἀμιγὲς ἄχραντονIambl.Protr.21αʹ
•incontaminado
καθαρότηςProcl.Inst.154,
ἀχράντοιο σωφροσύνης σοφίης τεIEphesos 1063
•neutr. subst.
τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου ἄχρανταlas cosas sagradas por ley D.C.87.1,
ἡ μὲν καθαρότης ... ἐνδίδωσι ... τὸ ἄχραντονProcl.Inst.156.
II adv. -ως sin mancha
εἰς τὴν ἀπάθειαν θεούμενος ἄνθρωπος ἀχράντως μοναδικὸς γίνεταιClem.Al.Strom.4.23.152
•sin pérdida de pureza ref. al nacimiento de Cristo, Epiph.Const.Haer.69.25, cf. 15, Iambl.Myst.5.9, Procl.in Alc.32.