< Ἄχομαι
ἀχόν<ι>δες >
ἄχονδρος
,
-ον
que no tiene cartílagos
τὰ πολλὰ ἄχονδρα, καθάπερ ἡ ῥαχίς
Arist.
Spir
.484
a
29.