ἄχθομαι
• Morfología: [impf. ἄχθετο Call.Cer.31; pas. fut. ind. ἀχθεσθήσεται And.3.21, inf. ἀχθεσθήσεσθαι E.Ep.1.4; aor. ind. ἠχθέσθην PSI 1248.4 (III d.C.), subj. ἀχθεσθῇ A.Pr.390, inf. ἀχθεσθῆναι E.Ep.2.5, part. ἀχθεσθέντες Hdt.2.103]


I c. suj. de cosa ser cargado ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο Od.15.457
estar cargado de c. gen. τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη Xenoph.B 1.10, c. dat. ἐλάτην ... ἀχθομένην ὄζοις A.R.1.1191.

II c. suj. gener. de pers.

1 sent. fís. sentirse abrumado por el dolor, sentirse molesto c. ac. de rel., de Agamenón herido ἤχθετο γὰρ κῆρ Il.11.274, λίην ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361, σφόδρα ἄχθεται τὴν εὐνήν de una enferma, Hp.Mul.2.177
c. dat. ἀχθομένη ὀδύνῃσι Il.5.354, ἄχθεται τῇ συνουσίῃ Hp.Mul.2.179, ἀχθόμενοι τῇ συμφορῇ Aret.SA 2.12.1, SD 1.6.11, ἄχθονται τῷ βίῳ Aret.SD 1.2.3
tb. c. suj. de partes del cuerpo o heridas ἐγκέφαλος ... ψυχρῷ μὲν ἄχθεται Hp.Liqu.2, τὰ δὲ ἕλκεα θερμῷ ἥδεται ... τῷ ἑτέρῳ ἄχθεται Hp.Liqu.2, τὴν κύστιν ... τῇ δριμύτητι τῶν χυμῶν ἀχθομένην Aret.CA 1.2.6, c. πρός y ac. τὸ σῶμα πρὸς ἅπαντα ἄχθεται Aret.SD 2.13.18.

2 en sent. no fís. irritarse con c. dat. de pers. ἄχθομαι 'γὼ πρέσβεσιν Ar.Ach.62, Τριοπίδαισιν ὁ δεξιὸς ἄχθετο δαίμων Call.l.c., a veces tb. c. part. τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι Th.6.28, μοι ... λέγοντι τἀληθῆ Pl.Ap.31e
c. ac. de rel. irritarse τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ guárdate, no se irrite en su corazón A.l.c., abs. οἶδα μὲν σαφῶς ὅτι ἀχθέσεται Ar.Au.84, cf. And.3.21, Aesop.13.2
sentirse molesto, fastidiado o disgustado por c. n. de abstr.: en dat. instrum. acompañado de una determ. pers. τῇ πλάνῃ αὐτοῦ Hdt.2.103, τῇ δυνάμι τῶν Περσέων Hdt.3.1, τῇ ἀμελείῃ τῶν τετρωμένων Hp.Art.14, τῇ βλάβῃ τῆς ἀγέλης Longus 1.27.4, τῷ ὑποχειρίαν μοι εἶναι BGU 1578.15 (II/III d.C.), en ac. compl. dir. ἐγὼ δὲ τὴν ἀναβολὴν ἠχθόμην Ach.Tat.4.1.5
c. un part. pred. del suj. οὐκ ἄχθομαί σ' ἰδών S.Ph.671, οὐκ ἀχθέσει παθών Ar.Nu.1441, cf. Pl.234, Th.1.92, Ach.Tat.2.29.1, Aesop.23.1, ἤχθετο δὲ ὡς ἀποτυχών Ach.Tat.7.1.1, c. or. complet. o cond. ἄχθομαι ὅτι ... πάσχω Ar.Pl.899, cf. X.An.3.2.20, ἄχθομαι ... εἰ μή σε σώσω E.IA 1413, cf. Th.8.109, Longus 1.8.1, 4.18.1, οὐκ ἀχθέσῃ, ἂν εἴπω ταῦτα; ¿no te disgustarás si digo eso? Pl.Hp.Ma.292e
c. n. de pers.: en ac. acompañado de part. pred. Ἀργείους ... ἤχθετο γάρ ῥα Τρωσὶν δαμναμένους Il.13.352, ἥδη γὰρ Ἀρίσταρχον στρατηγοῦντ' ἄχθομαι Eup.49, en dat. y una or. adverb. ἄχθομαι ὑμῖν, ἥνικ' ... Ar.Pax 119, en gen. acompañado de part. βιαίου ὄντος αὐτοῦ ... ἤχθοντο Th.1.95, οὐδὲν ἤχθετο αὐτῶν πολεμούντων X.An.1.1.8, en gen. c. prep. πόλλ' ὑπὲρ ἡμῶν τῶν γυναικῶν ἄχθομαι Ar.Lys.10, κατὰ τῶν στρατηγῶν Agath.4.11.1
c. n. de concr.: en gen. o gen. y prep. ἀ. περὶ τῶν νεῶν Hdt.8.99, ἐφ' ἑκάστου Pl.Prm.130a, τῆς οἰκίας Plu.Publ.10
usos abs. πολὺ μεῖζον ἂν ἀχθοίμην Pl.Smp.216c, ἧσσον ἀχθεσθῆναι E.Ep.2.5, cf. Ach.Tat.5.19.1, PSI l.c.
• Etimología: V. ἄχθος.