< ἀφύλλωτος
ἀφύξιμος >
ἄφυλος
,
-ον
no perteneciente a ninguna tribu
,
apátrida
ἄ. ... ἀνὴρ πλανήσεται
Max.Tyr.15.4 (var.),
ἄ. ἢ ἄπολις
EM
178.40G. (ap. crít.).