ἄφοβος, -ον
I
στράταρχοςPi.I.5.40,
ἄφοβος ἔφυA.Pr.902,
στρατόςS.OC 1325,
χορόςE.Ph.236,
ἄ. ἔχεE.Or.1273,
ἄφοβοι εἰς τοὺς ἀφόβουςGorg.B 6,
ἄφοβον (ἑαυτὸν) δεικνύςX.Cyr.6.4.20,
ἀφόβους διεφύλαττενLXX Sap.17.4, de abstr.
φρήνAr.Au.1376
•que no teme a c. gen.
ἄφοβοι τῶν σφετέρων ἀρχόντωνD.Chr.2.52,
οὐκ ἄφοβοι ἦσαν τοῦ σχήματοςPhilostr.VA 5.9
•c. πρός y ac.
τὰ βρέφη ... πρὸς ἐρημίαν ἄφοβαPlu.Lyc.16.
2 no atemorizante
ἐν ἀφόβοις ... θηρσίS.Ai.366,
λόγος οὐκ ἄ. εἰπεῖνPl.Lg.797a, cf. Cleanth.Fr.Poet.3.5.
II adv. -ως sin temor, intrépidamente
ἀ. ... τὸν βίον διάγονταX.Hier.7.10,
ἀ. πάντων χρωμένων τῇ θαλάττῃPl.Lg.682c,
ἀ. ἔχεινPl.Hp.Mi.364a,
ὁ δ' ἀνδρεῖος πρὸς ταῦτ' ἔχει ἀ.Arist.EE 1228b26, cf. PTeb.24.74 (II a.C.), mág. en PHarris 55.21.