ἄφερτος, -ον
insoportable
χειμώνA.A.564, cf. 395,
νόσοςA.Eu.146, A.1103,
μόροςA.Ch.442, A.1600,
ἄφερτα κήδηA.Ch.469,
Πειθώ, ... παῖς ἄ. ἌταςA.A.386.
χειμώνA.A.564, cf. 395,
νόσοςA.Eu.146, A.1103,
μόροςA.Ch.442, A.1600,
ἄφερτα κήδηA.Ch.469,
Πειθώ, ... παῖς ἄ. ἌταςA.A.386.