< ἀφαιμάσσω
ἀφαίρεμα >
ἄφαιμος
,
-ον
1
anémico
μήτε φαρμακεύειν ... τοὺς ἀφαίμους
Hp.
Ep
.21.
2
de la misma sangre
,
descendiente
Hsch.