ἄτρῐχος, -ον


I carente de pelo o vello, no velludo, lampiño τὸ δὲ ἄτριχον ... στέρνοιο μένει μέρος Call.Dian.77, ἄτριχοι ... τὸ σύμπαν γίνονται σῶμα Gal.4.572, εἴ τι ἄλλο ἄτριχον τῶν προσώπων Ach.Tat.2.22.4, cf. Nonn.D.3.392.

II subst.

1 ὁ ἄ. la sin pelo, serpiente ὅτε τ' ἄ. οὔρεσι τίκτει ... ἐν κευθμῶνι τρίτῳ ἔτει τρία τέκνα Hes.Fr.204.129.

2 τὸ ἄ. depilatorio λέγεται δὲ ὁ χυλὸς τὰς πόας ἄτριχον εἶναι Aët.1.18, γονὴ καὶ ἄζως Aristid.Quint.124.12.