ἄτρητος, -ον
1 no perforado
τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχιναPl.Plt.279e,
τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόνArist.HA 516a26,
ζιγγίβερι ἄ.Gal.14.292, cf. 13.302
•anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales
οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, εἴτε τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν εἴτε μηδ' ὅλωςGal.14.787,
εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονταιPtol.Tetr.3.13.12,
σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτουςPtol.Tetr.4.5.16,
Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαιSaturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada Procop.Arc.17.36.
2 no perforable de metales muy compacto
κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται ἄρρευστος καὶ ἄ.Ps.Democr.p.45
•pero cf. ἄτριστος.
3 que no cava agujeros
(ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρηταArist.HA 488a25.