ἄτρεστος, -ον
• Alolema(s): ἄτρηστος Pan 16.4 (I d.C.)
I
ἀτρέστῳ κραδίᾳ ... λέγωA.A.1402,
παρθένοι μάχας ἄτρεστοιA.Pr.416,
ὁρᾷς ... τὸν ἐν δαΐοις ἄτρεστον μάχαιςS.Ai.365,
ΛακεδαίμωνAmyntas SHell.44.1, Pan l.c.,
ἄ. ... στρατηγόςD.Chr.4.108
•subst. τὸ ἄ. intrepidez
τῆς ἐπιχειρήσεωςLuc.Musc.Enc.5.
2 tranquilo
ἄτρεστον εὕδοντ'S.OT 586
•neutr. como adv. tranquilamente
Λοξίου γὰρ ἐν δόμοις ἄτρεστα ναίουσ'E.Io 1198.
II adv. -ως intrépidamente
μολεῖν ἔτλητ' ἀ.A.Supp.240.
• Etimología: Deriv. de τρέω q.u. c. ἀ- priv.