ἄτρακτος, -ου, ὁ
• Morfología: [fem. ἡ ἄ. Plu.2.271f]


1 huso (πλόκαμον) περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι Hdt.4.34, ἄτρακτος χρύσεος Hdt.4.162, ἡ γυνὴ στρέφουσα τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12, cf. Pl.Plt.282e, λίνου μεστὸν ἄτρακτον Ar.Ra.1348, cf. Lys.568, 571, γυνὴ ἐξεπίεσε λίθον ὅσον σπόνδυλον ἀτράκτου Hp.Epid.5.25, cf. Thphr.HP 3.16.4, IG 22.1464.16, 17 (Ática IV a.C.), LXX Pr.31.19, cf. Plu.l.c., Nonn.D.33.272
mit. utilizado por Ἀνάγκη Pl.R.616c, cf. 617c, Plot.2.3.9, 15, 3.4.6, por las Moiras, Arist.Mu.401b15, ὦ Μοίρας ἄτρυτοι ἀνανκαστῆρες ἄτρακτοι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.), cf. Luc.IConf.1, Philops.25, Μοιριδίης ... ἄτρακτος ἀνάγκης Nonn.D.2.678.

2 ciruj. cauterio καῦσαι χρὴ ... πυξίνοις ἀτράκτοισι Hp.Int.28, cf. Vid.Ac.4.

3 flecha, dardo πληγέντ' ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν A.Fr.139.2, νευροσπαδὴς ἄ. S.Ph.290, τὸν γὰρ βαλόντ' ἄτρακτον οἶδα S.Tr.714, πολλοὶ δ' ἀτράκτων τοξόται E.Rh.312, ἀπεκρίνατο ... ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν Th.4.40, (Ἔρως) ἰάλλει ἄτρακτον AP 5.188 (Leon.), cf. Opp.H.4.38, Epic.Alex.Adesp.SHell.939.1, Agath.2.9.4.

4 cofa de un navío (καλεῖται) τὸ δὲ ὑπὲρ τὴν κεραίαν ἄτρακτος Poll.1.91.
• Etimología: Rel. c. ai. tarku- ‘rueca’, lat. torqueo de una raíz *trek- / trok- c. pérdida del apéndice labial de la k- en gr., cf. tb. alb. tjerr- ‘hilar’.