ἄσχαστος, -ον
• Alolema(s): ἄσκαστος IG 7.4255.14 (Oropo IV a.C.)
sin intersticios, bien unido
λίθους ... πρὸς ἀλλήλους ἁρμόττοντας καὶ εἰς ἕδρην ἀσκάστουςIG l.c., cf. IG 7.3073.163 (Lebadea II a.C.), ID 505.17 (III a.C.),
παράλληλα διαμένῃ πάντα καὶ ἄσχασταEratosth. en Eutoc.94.7.