ἄστροφος, -ον
1 que no vuelve la espalda
ἀφέρπειν ἄστροφοςS.OC 490
•de ahí fijo, inmóvil
ὄμματαA.Ch.97.
2 no torcido de la trama del tejido, Pl.Plt.282d.
3 métr. astrófico
ἄστροφα μὲν οὖν ἐστι τὰ τηλικούτου μεγέθους ὄνταHeph.Poëm.5.
ἀφέρπειν ἄστροφοςS.OC 490
ὄμματαA.Ch.97.
ἄστροφα μὲν οὖν ἐστι τὰ τηλικούτου μεγέθους ὄνταHeph.Poëm.5.