ἄστοχος, -ον
1 que falla el blanco ref. a Eros
σὺ δὲ ἄτοξος εἶ καὶ ἄστοχος;Luc.DDeor.23.1,
τὰς βολὰς ... οὐκ ἀστόχους ἐποιοῦντοI.BI 4.579
•c. gen. que no alcanza
ἄγρης ... χεὶρ ἄστοχοςAP 9.370 (Tib.Ill.)
•fig.
τὸ δὲ τῶν σοφιστῶν γένος ... φοβοῦμαι μὴ ... ἄστοχον ἅμα φιλοσόφων ἀνδρῶν ᾖ καὶ πολιτικῶνtemo que la clase de los sofistas no esté preparada para entender a filósofos y políticos Pl.Ti.19e,
κινδυνεύει τὸ ποιητικὸν γένος ἄστοχον εἶναι τῶν ἱερῶν λόγωνD.Chr.36.33, abs.
οὐκ ἄστοχος διάνοιαingenio perspicaz Arist.HA 587a9,
κατηγορία ἄ.acusación absurda Plb.5.49.4, de pers., Phld.Ind.Sto.32.
2 adv. -ως sin alcanzar el blanco, torpemente
οὐκ ἀ.Alex.116.14,
τοῖς καιροῖς ἀ. ἐχρῆτοPlb.1.74.2, cf. Phld.Mort.33.