ἄστοργος, -ον
I
ἄκρατοι καὶ ἄστοργοι καὶ μονάδες αἱ τῶν ὅλων ἀρχαίPlu.2.926e.
2 que no siente amor, desalmado, cruel de mujeres
ἀστόργου δὲ γυναικὸς ἐπ' ἀλλοτρίῳ νόος αἰείTheoc.17.43,
ἡ ἄ. ἐγὼ πεπίστευκαAch.Tat.6.16.3, de hombres
ὥστοργοςTheoc.2.112,
μούναν μ' ἀφεὶς ἄλοχον, ἄστοργ', ἄπειςLyr.Alex.Adesp.6.9, cf. Nic.Th.552, Ep.Rom.1.31, 2Ep.Ti.3.3, Hsch., Sud.
•de animales
ἄστοργον πρὸς τὰ ἔκγονα τὸ ὄρνεονClytus 1,
ᾍδης ... ἀστόργου θηρὸς ἔχων κραδίηνIG 9(1).489.4 (Acarnania II a.C.), cf. Ach.Tat.1.14.3
•fig.
ἀ. θάνατοςAP 7.662 (Leon.)
•gener. brutal y sin sentimientos
θηριώδη καὶ τὴν ψυχὴν ἄστοργονAeschin.2.146.
II adv. -ως sin afecto
τοῖς ἀστόργ<ω>ς γονεῦσιν διακειμένοιςHymn.Is.21 (Cime), cf. Hymn.Is.17 (Ios).